Άυν Ραντ: Ο Άτλας επαναστάτησε. 009


Προηγούμενο

Καθόταν στο παράθυρο του τρένου με το κεφάλι ριγμένο πίσω και το ένα πόδι απλωμένο στο άδειο κάθισμα απέναντί της. Το πλαίσιο του παραθύρου έτριζε απ’ την ταχύτητα, το τζάμι έμοιαζε να αιωρείται στο άδειο σκοτάδι, ενώ μικρές γυαλιστερές κουκκίδες χάραζαν κάθε τόσο το γυαλί σαν φωτεινές ίνες.

Το πόδι της, σμιλεμένο από το σφιχτό τελείωμα της κάλτσας, με τη μακριά γραμμή του να κατεβαίνει μέχρι την αψίδα του πέλματος και τη μύτη της ψηλοτάκουνης γόβας της, απέπνεε μια θηλυκή χάρη που φάνταζε παράταιρη μέσα στο σκονισμένο βαγόνι του τρένου, αλλά και παράξενα αταίριαστη με την υπόλοιπη φυσιογνωμία της. Φορούσ’ ένα ακριβό, φθαρμένο καμηλό παλτό, άτσαλα τυλιγμένο γύρω από το λεπτό, νευρώδες σώμα της. Ο γιακάς του παλτού ήταν σηκωμένος μέχρι το γείσο του καπέλου της. Ένα κύμα καστανών μαλλιών σχεδόν ακουμπούσε στη γραμμή των ώμων της. Στο πρόσωπό της διαγράφονταν έντονες γωνίες κι ένα καλοσχηματισμένο, αισθησιακό στόμα που παρέμενε κλειστό με άκαμπτη ακρίβεια. Είχε τα χέρια χωμένα στις τσέπες του παλτού της και καθόταν σφιγμένη, λες και την ενοχλούσε η ακινησία, χωρίς θηλυκότητα, σαν να μην είχε συναίσθηση του γυναικείου της κορμιού.

Άκουγε μουσική. Άκουγε μια θριαμβική συμφωνία. Οι νότες ξεπηδούσαν ορμητικά, μιλούσαν για εξέγερση, ήταν η ίδια η εξέγερση, ήταν η ουσία κι η μορφή μιας συνεχόμενης ανάτασης, ήταν η ενσάρκωση κάθε ανθρώπινης δράσης και σκέψης που εμπνέεται απ’ την κορύφωση. Ήταν μια εκτυφλωτική λάμψη ήχου που ξεχυνόταν ηρωικά, με τη μεγαλειώδη ορμή της απελευθέρωσης και την ένταση του στόχου, κατακλύζοντας τα πάντα με το εκστατικό συναίσθημα της ανεμπόδιστης προσπάθειας. Και μόνο μια ανεπαίσθητη ηχώ ανάμεσα στις νότες πρόδιδε το μυχό της μουσικής, την πηγή της δημιουργίας της, μια ηχώ που φανέρωνε την εκστατική ευφορία μπροστά στην ανακάλυψη πως η ασχήμια κι ο πόνος δεν υπάρχουν, πως δεν έπρεπε ποτέ να υπάρχουν. Ήταν το τραγούδι μιας απέραντης απελευθέρωσης.

Άκουγε και σκεφτόταν: Μόνο για λίγο –όσο διαρκεί αυτή η μελωδία– μπορείς ν’ αφεθείς, να ξεχάσεις, να νιώσεις. Σκεφτόταν: Χαλάρωσε, αφέσου, παραδώσου.

Κάπου στην άκρη του μυαλού της, πίσω απ’ τη μουσική, άκουγε το θόρυβο των τροχών της αμαξοστοιχίας. Ήταν ένας ήχος ρυθμικός, ο τονισμός έπεφτε πάντα στον τέταρτο χτύπο σαν να σημάδευε τα βήματα κάποιου συνειδητού σκοπού. Το άκουσμά του τη χαλάρωνε. Άκουγε τη συμφωνία και σκεφτόταν: Αυτή είναι η κινητήρια δύναμη των τροχών, αυτός είναι ο στόχος τους.

Πρώτη φορά άκουγε αυτή τη συμφωνία, όμως ήταν σίγουρη πως την είχε συνθέσει ο Ρίτσαρντ Χάλεϊ. Αναγνώριζε τη σφοδρότητα και τη μεγαλειώδη ένταση του ήχου. Αναγνώριζε το ύφος του θέματος· ήταν μια λαμπερή, σύνθετη μελωδία – σε μια εποχή που κανείς δεν έγραφε πια μελωδίες… Καθόταν με τα μάτια καρφωμένα στην οροφή του βαγονιού, αλλά δεν έβλεπε τίποτα· είχε ξεχάσει πού βρισκόταν. Δεν ήξερε αν άκουγε μια ολόκληρη συμφωνική ορχήστρα ή τη μελωδία ενός μουσικού θέματος· μπορεί ν’ άκουγε μόνο τη μελωδία και η ορχήστρα να βρισκόταν στο μυαλό της.

Κι όμως, συλλογίστηκε, σπαράγματα του θέματος αυτού ηχούσαν σε όλο το έργο του Χάλεϊ, σημάδευαν όλη την πορεία της ύπαρξής του, μια πορεία γεμάτη βάσανα κι αγώνες, μέχρι την ημέρα που, στο μέσο της ζωής του, το αιφνίδιο χτύπημα της καταξίωσης έπεσε πάνω του σαν λαίλαπα και τον εξουδετέρωσε. Αυτό το θέμα –είπε μέσα της, ακούγοντας τη συμφωνία– ήταν ο στόχος του αγώνα του. Θυμήθηκε τις μισοκρυμμένες απόπειρες διατύπωσής του, φράσεις που το υπόσχονταν, μελωδίες που ξεκινούσαν και κόβονταν απότομα χωρίς ποτέ να καταφέρουν ν’ ανυψωθούν ώς εκεί· όταν το έγραψε αυτό ο Ρίτσαρντ Χάλεϊ… Ανακάθισε απότομα. Αλήθεια, πότε το έγραψε αυτό ο Ρίτσαρντ Χάλεϊ;

Επόμενο

This entry was posted in Απόσπασμα and tagged , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε