Άυν Ραντ: Ο Άτλας επαναστάτησε. 018


Εκείνη τον κοίταξε έκπληκτη. «Παράξενο. Μόλις ετοιμαζόμουν να τον καλέσω. Πες του ν’ ανέβει. Θέλω να τον δω. Μόνο που… Έντι», πρόσθεσε ξαφνικά, «πριν κάνεις αυτό, πες να μου πάρουν στο τηλέφωνο τον Άγιερς».

«Της Δισκογραφικής Εταιρείας;» ρώτησε ο Έντι κάπως επιφυλακτικά.

«Ναι. Θέλω να τον ρωτήσω κάτι».

Όταν η φωνή του κυρίου Άγιερς ρώτησε, με τον ευγενικά πρόθυμο τόνο της, πώς μπορούσε να την εξυπηρετήσει, εκείνη ζήτησε να μάθει: «Μπορείτε να μου πείτε αν ο Ρίτσαρντ Χάλεϊ έχει γράψει και Πέμπτο κονσέρτο για πιάνο;»

«Πέμπτο κονσέρτο, κυρία Τάγκαρτ; Όχι, όχι βέβαια».

«Είστε σίγουρος;»

«Απόλυτα σίγουρος, κυρία Τάγκαρτ. Δεν έχει γράψει τίποτα τα τελευταία οκτώ χρόνια».

«Μήπως ξέρετε αν ζει;»

«Πιστεύω πως ναι, αλλά δεν μπορώ να είμαι βέβαιος, έχει αποσυρθεί εντελώς από το δημόσιο βίο. Πάντως, αν είχε πεθάνει, σίγουρα θα το μάθαινα».

«Αν έγραφε κάποιο έργο, θα το μαθαίνατε;»

«Μα φυσικά. Είμαστε οι πρώτοι που θα το μαθαίναμε. Εμείς εκδίδουμε όλες τις δουλειές του. Όμως δεν γράφει πια».

«Καλώς. Ευχαριστώ πολύ».

Μόλις ο Όουεν Κέλογκ μπήκε στο γραφείο της, τον κοίταξε με ικανοποίηση· το πρόσωπό του δεν είχε αλλάξει, ήταν όπως το είχε κρατήσει στη μνήμη της – είχε κάτι κοινό με το πρόσωπο του νεαρού φροντιστή, πρόδιδε άνθρωπο λογικό, συνεννοήσιμο.

«Καθίστε, κύριε Κέλογκ», του είπε, όμως εκείνος παρέμεινε όρθιος μπροστά στο γραφείο της.

«Κυρία Τάγκαρτ, μου είχατε ζητήσει κάποτε να σας ενημερώσω αν αποφάσιζα ν’ αλλάξω δουλειά», της είπε. «Γι’ αυτό ζήτησα να σας δω. Για να σας πω ότι παραιτούμαι».

Η Ντάγκνι σάστισε. Ήταν το μόνο που δεν περίμενε ν’ ακούσει. Πέρασε λίγη ώρα μέχρι να καταφέρει να ρωτήσει χαμηλόφωνα, «Γιατί;»

«Για προσωπικούς λόγους».

«Είστε δυσαρεστημένος με τη δουλειά σας εδώ;»

«Όχι».

«Μήπως σας έκαναν καλύτερη πρόταση;»

«Όχι».

«Σε ποιο σιδηρόδρομο θα πάτε;»

«Δεν θα πάω σε κανένα σιδηρόδρομο, κυρία Τάγκαρτ».

«Τότε, τι δουλειά θα κάνετε;»

«Δεν έχω αποφασίσει ακόμα».

Έμεινε να τον κοιτάζει για λίγο, νιώθοντας μια αμυδρή αίσθηση ανησυχίας να τρυπώνει μέσα της. Στο πρόσωπό του δεν υπήρχε ίχνος επιθετικότητας· την κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια, απαντούσε απλά, άμεσα· μιλούσε σαν να μην είχε τίποτα να κρύψει· η όψη του ήταν ευγενική – αλλά εντελώς ανέκφραστη.

«Τότε γιατί θέλετε να παραιτηθείτε;»

«Είναι προσωπικό ζήτημα».

«Μήπως είστε άρρωστος; Είναι ζήτημα υγείας;»

«Όχι».

«Μήπως φεύγετε απ’ την πόλη;»

«Όχι».

«Μήπως κληρονομήσατε χρήματα που σας επιτρέπουν ν’ αποσυρθείτε;»

«Όχι».

«Σκοπεύετε να συνεχίσετε να εργάζεστε για τα προς το ζην;»

«Ναι».

«Αλλά δεν θέλετε να εργαστείτε για την Τάγκαρτ Τρανσκοντινένταλ;»

«Όχι».

«Αυτό σημαίνει πως κάτι συνέβη. Πείτε μου, τι έγινε;»

«Τίποτα, κυρία Τάγκαρτ».

«Αν δημιουργήθηκε κάποιο πρόβλημα, πρέπει να το ξέρω. Πρέπει να μου το πείτε».

«Βασίζεστε στο λόγο μου, κυρία Τάγκαρτ;»

«Ασφαλώς».

This entry was posted in Απόσπασμα and tagged , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε